ακορνίζωτος

ακορνίζωτος
-η, -ο [κορνιζώνω]
ο ακορνιζάριστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακορνίζωτος — ακορνίζωτος, η, ο και ακορνιζάριστος, η, ο αυτός που δεν μπήκε σε πλαίσιο (κορνίζα): Ωραία φωτογραφία, αλλά ακορνίζωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”